πλάγι'

πλάγι'
πλάγια , πλάγιον
placed sideways
neut nom/voc/acc pl
πλάγια , πλάγιος
placed sideways
neut nom/voc/acc pl
πλάγια , πλάγιος
placed sideways
neut nom/voc/acc pl
πλάγιε , πλάγιος
placed sideways
masc voc sg
πλάγιε , πλάγιος
placed sideways
masc/fem voc sg
πλάγιαι , πλάγιος
placed sideways
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλάγι — το / πλάγιον, Ν ΜΑ, και πλάι Ν το πλευρικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος ή ενός αντικειμένου, το πλευρό, η πλευρά (α. «το πλάγι τού καραβιού» β. «ῥέων δὲ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ἐς τὰ πλάγια τῆς Σκυθικής ἐσβάλλει», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

  • Мегарида — небольшая область средней Греции, на ЮЗ непосредственно примыкавшая к Коринфскому перешейку, простиравшаяся между Сароническим заливом на ЮВ и Алкионийской бухтой Коринфского залива на СЗ. Северную границу (с Беотией) составлял главный хребет… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Мегарида — Мегарида  небольшая область средней Греции, на Юго западе непосредственно примыкавшая к Коринфскому перешейку, простиравшаяся между Сароническим заливом на Юго востоке и Алкионийской бухтой Коринфского залива на Северо западе. Северную… …   Википедия

  • ανάπλαγο — το [πλάγι] 1. πλαγιά βουνού, κλιτύς 2. (ο πληθ. ως επίρρ.) ανάπλαγα στα πλάγια μέρη τού βουνού …   Dictionary of Greek

  • ανάπλαγος — και ανάπλαος, η, ο [πλάγι] αυτός που βρίσκεται στα πλάγια βουνού ή υψώματος …   Dictionary of Greek

  • πλαϊνός — και πλαγινός, ή, ό, Ν [πλάι/ πλάγι] 1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, ο παράπλευρος, ο διπλανός («η πλαϊνή πόρτα») 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουδ.) ο πλαϊνός και η πλαϊνή ο γείτονας, ο ένοικος τού διπλανού σπιτιού …   Dictionary of Greek

  • πολύαυλος- — ον, Μ φρ. «αἱ πολυαύλων ὀργάνων φῡσαι» εκκλησιαστικό μουσικό όργανο, γνωστό στο Βυζάντιο ήδη από τον 4ο μ.Χ. αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αὐλός (πρβλ. πλαγί αυλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”